накапливаться - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

накапливаться - translation to Αγγλικά


накапливаться      

см. тж. скапливаться


• Moisture builds up until the thawed soil is saturated.


• Large amounts of tritium are stockpiled for nuclear weapons and for research in fusion power.


• Moisture, oil and dirt collect (or gather, or accumulate) in the bottom of the air-filter sump.

накапливаться      
v.
be accumulated, accumulate
accrue         
IN FINANCE, ADDING TOGETHER OF INTEREST OR DIFFERENT INVESTMENTS OVER A PERIOD OF TIME
Accrual basis accounting; Accruals Concept; Accrual accounting; Accrued Expense; Accrued revenue; Accrue; Accrued benefit; Accrued benefits; Accrued Benefits; Accruals; Accrual basis; Accrued expense; Accrued income; Accrued Revenue; Acrrual; Accrued expenses
накапливаться, нарастать (о задолженности)

Ορισμός

накапливаться
несов.
1) Постепенно собираться, скопляться в каком-л. количестве, увеличиваться в какой-л. степени.
2) Страд. к глаг.: накапливать.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για накапливаться
1. Но еще со школы все помнят, что критическая масса имеет обыкновение накапливаться, накапливаться, накапливаться...
2. Иначе будут накапливаться жирорастворимые гормоны.
3. Дальше будет хуже: денежная масса будет накапливаться.
4. - Воздействие ультрафиолета на кожу имеет свойство накапливаться.
5. В итоге отложенное предложение будет накапливаться.
Μετάφραση του &#39накапливаться&#39 σε Αγγλικά